- αγλαομορφος
- ἀγλαόμορφοςἀγλαό-μορφος2прекрасной наружности
(Διόνυσος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Διόνυσος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀγλαόμορφος — of beauteous form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαόμορφος — η, ο (Α ἀγλαόμορφος, ον) 1. αυτός που έχει λαμπρή, ωραία μορφή 2. ως επίθ. τού θεού Διονύσου (CIG 1, 38). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μορφή] … Dictionary of Greek
ἀγλαόμορφον — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem acc sg ἀγλαόμορφος of beauteous form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαομόρφου — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόμορφα — ἀγλαόμορφος of beauteous form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόμορφε — ἀγλαόμορφος of beauteous form masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek